- φοιβάζον
- φοιβάζωprophesypres part act masc voc sgφοιβάζωprophesypres part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φοιβάζω — Α [φοῑβος / Φοῑβος] 1. προλέγω το μέλλον, προφητεύω 2. εμπνέω («πάθος φοιβάζον τοὺς λόγους», Λογγίν.) 3. καθαίρω, εξαγνίζω, φοιβῶ* … Dictionary of Greek